κομπογιανίτικος

κομπογιανίτικος
και κομπογιαννίτικος, -η, -ο
[κομπογιανίτης]
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κομπογιανίτη, αγυρτικός, ψεύτικος («δεν κάνομε κομπογιαννίτικη πολιτική», Ί. Δραγ.).
επίρρ...
κομπογιαν(ν)ίτικα
με κομπογιανίτικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπογιανίτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον κομπογιανίτη, ψεύτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”